μελάμβιος

μελάμβιος
μελάμ-βιος, von schwarzem, dunklem Leben

Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μελάμβιος — μελάμβιος, ον (Α) (κατά τον Ησύχ.) «σκοτεινὸς τὸν βίον ἢ μελανός». [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + βίος (πρβλ. νυκτό βιος)] …   Dictionary of Greek

  • μελάμβιος — of dark and dreary life masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μελάμβιον — μελάμβιος of dark and dreary life masc/fem acc sg μελάμβιος of dark and dreary life neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μελαμβίου — μελάμβιος of dark and dreary life masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βίος — ο και βιος, το (AM βίος, ο) 1. η ανθρώπινη ζωή 2. ο τρόπος που ζει κανείς («αμέριμνος βίος», «ταλαίπωρος βίος») 3. ο χρόνος, η διάρκεια της ζωής 4. η εξιστόρηση της ζωής κάποιου, η βιογραφία 5. τα αγαθά, τα υπάρχοντα 6. ο πλούτος νεοελλ. 1. η… …   Dictionary of Greek

  • μέλας — I Επώνυμο μεγάλης ηπειρωτικής οικογένειας με καταγωγή από τα Ιωάννινα. Μετά τον φόνο του αρματολού Γιάννου Μ. και τη δήμευση της μεγάλης αγροτικής περιουσίας της οικογένειας από τους Τούρκους κατά τα μέσα του 17ου αι., πολλά μέλη της αναγκάστηκαν …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”